- νοθεύομαι
- νοθεύομαι, νοθεύτηκα (σπάν. νοθεύθηκα), νοθε(υ)μένος βλ. πίν. 20
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μπασταρδεύω — [μπάσταρδος] 1. νοθεύω 2. νοθεύομαι, εκφυλίζομαι 3. διαστρέφω κάτι κακοβούλως («μην μπασταρδεύεις τα λόγια μου») … Dictionary of Greek
πανουργώ — έω, Α [πανούργος] 1. είμαι ικανός να διαπράξω κάθε απάτη, είμαι πανούργος, δόλιος*, απατεώνας («ὅσια πανουργήσασα» αφού τόλμησε να διαπράξει ένα δίκαιο έγκλημα, Σοφ.) 2. παθ. πανουργοῡμαι, έομαι νοθεύομαι, παραποιούμαι, αναμιγνύομαι με ξένες… … Dictionary of Greek
παρατυπώνω — παρατυπῶ, όω, ΝΑ νεοελλ. 1. τυπώνω εσφαλμένα, λανθασμένα 2. τυπώνω πάρα πολλά, περισσότερα από όσα χρειάζονται αρχ. (μόνον το μέσ.) παρατυποῡμαι 1. τυπώνω τη σφραγίδα σφάλερά, παραποιώ («τὸ παρασημηνάμενος ὁ Θουκυδίδης ἐπὶ τοῡ παρατυπώσασθαι τῆν… … Dictionary of Greek
ԽՈՐԹԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 1 0975 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c, 13c չ. νοθεύομαι alienor, pro adulterio habeor. Խորթ լինել կամ գտանիլ. օտարանալ իբրեւ զխորթ. *Ի ստացօղ դարձի՞ն յուսացայց, յորմէ խորթացայ: Զաբրահամ ոչ էր յիշել, զի խորթացեալ էր ʼի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ψευτίζω — ψεύτισα, ψευτίστηκα, ψευτισμένος 1. κατασκευάζω κάτι με υλικά κατώτερης ποιότητας, νοθεύω: Τις νέες οικοδομές τώρα τις ψευτίζουν. 2. κατασκευάζομαι με υλικά κατώτερης ποιότητας, νοθεύομαι. 3. φρ., «Kαι τα πράσα τα ψεύτισαν», ειρωνικά για τους… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)